εργοδηγός

εργοδηγός
ο
1. αυτός που επιβλέπει την κατασκευή έργου.
2. ο αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εργοδηγός — ο 1. αυτός που επιβλέπει την εκτέλεση έργου σύμφωνα με τις οδηγίες αρχιτέκτονα ή μηχανικού 2. αρχιεργάτης, αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο …   Dictionary of Greek

  • δεκάταρχος — και δεκατάρχης, ο (Α) ο επικεφαλής δεκαταρχίας, ο εργοδηγός δεκαταρχίας …   Dictionary of Greek

  • εργοδιδάσκαλος — ἐργοδιδάσκαλος, ὁ (Α) εργοδηγός …   Dictionary of Greek

  • εργοδιώκτης — ἐργοδιώκτης, ὁ (Α) εργοδηγός («καὶ τῆς κραυγῆς αυτών ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”